- καταμηλώ
- καταμηλῶ, -όω (Α)1. εξετάζω την πληγή βάζοντας τη μήλη2. προκαλώ εμετό βάζοντας καθετήρα3. μτφ. αναγκάζω με το δικαστήριο τον κλέφτη να αποδώσει, να «ξεράσει», τα κλοπιμαία4. φρ. «καταμηλῶ τὰ έρια» — βυθίζω το μαλλί σε βαφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + μηλῶ «καθετηριάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.